- συνεπιβάλλειν
- συνεπιβάλλωapply one's mind alsopres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιβάλλω — Α 1. σκέπτομαι, εξετάζω κάτι μαζί ή συγχρόνως («οὕτως ἐχρῆν... τὴν διάνοιαν... πολλῷ πρότερον τῇ ἑαυτῆς φύσει συνεπιβάλλειν», Σέξτ. Εμπ.) 2. συμπίπτω με κάποιον … Dictionary of Greek